- παιδεραστικός
- -ή, -ὁ (Α παιδεραστικός, -ή, -όν) [παιδεραστής]ο σχετικός με την παιδεραστία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδεραστικά — παιδεραστικός of neut nom/voc/acc pl παιδεραστικά̱ , παιδεραστικός of fem nom/voc/acc dual παιδεραστικά̱ , παιδεραστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδεραστικόν — παιδεραστικός of masc acc sg παιδεραστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)